- ντισκοτέκ
- η(λ. αγγλ.), χώρος στον οποίο μπορεί κανείς ν’ ακούσει μουσική και να χορέψει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντισκοτέκ — η άκλ. 1. δισκοθήκη 2. μουσικοχορευτικό κέντρο, κέντρο όπου ακούει κανείς δίσκους μουσικής και χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. discotheque < δίσκος + θήκη] … Dictionary of Greek
ντίσκο — η μουσ. 1. είδος αμερικανικής χορευτικής μουσικής 2. ντισκοτέκ. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού γαλλ. discotheque (βλ. λ. ντισκοτέκ)] … Dictionary of Greek
ντισκτζόκεϋ — ο, η αυτός που επιλέγει δίσκους σε ντισκοτέκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. disc jockey] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek